ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΧΙ
Τα χρόνια που ακολούθησαν το Έπος του ’40 το
εκκλησίασμα που παρακολουθούσε τους πανηγυρικούς της ημέρας δάκρυζε από
συγκίνηση. Ήταν οι Αλβανομάχοι που είχαν δημιουργήσει την Ιστορία. Οι
οικογένειές τους που είχαν ζήσει τις περίλαμπρες νίκες αλλά και τα βάσανα που
ακολούθησαν.
Ήταν η πρώτη γενιά. Μετά η δεύτερη, η τρίτη.
Τώρα είμαστε στην τέταρτη ή και πέμπτη γενεά.
Και τι συμβαίνει με το ’21. Πολύ μακρυά…
Οι Έλληνες δεν ξέρουν Ιστορία, δεν διαβάζουν
Ιστορία, δεν ΈΧΟΥΝ εν τέλει Ιστορία. Ανάγκη να την θυμίσουμε..
Ο τορπιλισμός της «Έλλης» την άγια μέρα που και οι δολοφόνοι της, γιορτάζουν την
Μαντόνα τους, μας είχε διαλύσει και την τελευταία ελπίδα που, τον τελευταίο
χρόνο μας διαβεβαίωναν περί μη επιθέσεως. Υποψιασμένοι περιμέναμε.
Από
τότε έχουν περάσει ογδόντα τρία χρόνια. Λείπει ένας χρόνος, αλλά και το ’39
ήταν έτος προετοιμασίας. Δεν ήταν απλώς
σύννεφα πάνω από την Ευρώπη. Ο τρελός που είχαν διαλέξει οι δυνατοί της Γης για
να αποδυναμώσουν τον κίνδυνο του κομμουνισμού, είχε επιπέσει ως λαίλαπα επάνω
τους πρώτα. Η μία μετά την άλλη οι χώρες της Ευρώπης παρεδίδοντο,
κατελαμβάνοντο αμαχητί.
Επειδή έχουν περάσει τόσες γενεές από το ’40 είναι φυσικό ίσως οι
Έλληνες να έχουν ξεχάσει τι έγινε τότε, έχουμε μια επιλεκτική αμνησία οι
παλαιοί (οι δάφνες εμαράνθησαν!) και
οπωσδήποτε οι νέοι δεν γνωρίζουν, καθώς κατευθυνόμενες γνώσεις, καταλαμβάνουν
το μυαλό τους. Τα σχολικά βιβλία δεν απευθύνονται σε Ελληνόπουλα, σας συνιστώ
θερμά να διαβάζετε σε βιβλία το παρελθόν αυτού του Έθνους.
Το
μέλλον έρχεται από το παρελθόν. Και αν σβήσει το παρελθόν, δεν υπάρχει παρόν,
πόσο μάλλον μέλλον.
Ο
Θουκυδίδης, μας παρέδωσε έναν πόλεμο
«ίνα μη τα γεγονότα εξίτηλα, γένηται[1]». Θα πάρετε λοιπόν για τον πόλεμο του ’40-’41
να διαβάσετε δύο βιβλία, δύο «Χρονικά». «Το Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη,
συγγραφέα – εθελοντή στο Αλβανικό Μέτωπο (εκδ. Ερμής) και του μεγάλου Αναπλιώτη
συγγραφέα Άγγελου Τερζάκη, παρόντος και αυτού εκεί πάνω, «Ελληνική Εποποιία
1940-1941» (Εκδ. Εστία).
Διαβάστε τα αργά,
χωρίς παρεμβάσεις ηχητικές ραδιοφώνου , τηλεόρασης ή κινητών. Να κάνετε εικόνες
στο μυαλό σας σαν κινηματογράφου τις σελίδες που θα συναντήσετε, να ιδήτε πως
πολέμησαν οι πρόγονοί σας (εκεί πάνω). Νοιώστε τους. Μπείτε στη θέση τους. Και
δώστε αυτά τα βιβλία να τα διαβάσουν τα παιδιά σας. Και τα εγγόνια σας.
Στα μετόπισθεν πανστρατιά. Βαλθήκαμε να
πλέχουμε οι γυναίκες μικρές – μεγάλες
για τους στρατιώτες μας στα χιόνια της Αλβανίας μάλλινα, φανέλες, σκούφους,
γάντια, κάλτσες. Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο δριμύτερος από όλους.
Όταν
ούρλιαζε η σειρήνα, τοποθετημένη στο Δικαστικό Μέγαρο, τρέχαμε να κρυφτούμε στα καταφύγια. Στο δαιδαλώδες
επιφανειακό σκάμμα – τάφρο στην Πλατεία Τριών Ναυάρχων, στην Σπηλιά του Μελέτη
το μισό Ναύπλιο και το άλλο μισό στα υπόγεια της Εθνικής Τράπεζας.
Στην γενική επιστράτευση δεν έλαβαν
μέρος οι έγκλειστοι της Ακροναυπλίας. Αν και ζήτησαν να στρατευτούν και να
σταλούν στο Μέτωπο, δεν τους επετράπη. Τους κράτησαν εδώ, για να τους
παραδώσουν στους Γερμανούς, για να τους εκτελέσουν στο Σκοπευτήριο της
Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44. Διακόσιους εχθρούς του Ναζισμού!
Από τις τελευταίες πράξεις θηριωδίας
των δυνάμεων Κατοχής η ανατίναξη του λιμανιού μας. Την παρακολουθήσαμε ο λαός
του Ναυπλίου ένα απομεσήμερο από τον Βάλτο, όπου είχαμε καταφύγει. Είχε
υπονομευθή όλη η πόλη. Το θηρίο, καθώς ξεψυχούσε δεν άφησε λίθον επί λίθου
εγκαταλείποντας την Ελλάδα. Δεν θα έμενε τίποτα. Αλλά ένα πρόσωπο με γνωριμίες
στα υψηλά κλιμάκια των καταστροφέων κατάφερε εγκαίρως να σώσει την πόλη.
Ποταμοί αιμάτων, εκατόμβες θυμάτων,
θάνατος παντού. Ο λιμός του ’42-’43 αφού έπεσε η ακρίδα των επιδρομέων και δεν
άφησε τίποτε φαγώσιμο, σωροί ερειπίων. Γενικευμένος ο θρήνος. Είχε
αντικαταστήσει τον ήχο από τις χαρμόσυνες καμπάνες που στην αρχή του πολέμου
ανήγγελλαν τις νίκες του Στρατού μας. Παραλήρημα χαράς για τις θέσεις, τις
πόλεις που απελευθέρωνε η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου ο εχθρός υποχωρούσε.
Άλλα
βιβλία έχουν περιγράψει τα γεγονότα που καταιγιστικά διαδέχονταν το ένα το άλλο
μέχρι το τέλος του πολέμου το ’44. Από το βάθος του χρόνου και καθώς η εποχή
μας δεν είναι για ηρωισμούς αυτές οι πράξεις φαντάζουν εξωπραγματικές.
Αλήθεια τι αποκομίσαμε εμείς ως Ελλάδα από αυτήν την αιματηρή προσφορά
στην ελευθερία του κόσμου;
Η
Ρωσία είχε 20.000.000 θύματα. Εμείς ανάλογα με τον πληθυσμό μας είχαμε
περισσότερα. Επηρεάσαμε δε την πορεία της Γερμανίας προς την τελική αποτυχία με
τις καθυστερήσεις στο Ρούπελ, στην μάχη της Κρήτης, στον Γοργοπόταμο. Έτσι τους
πρόλαβε ο «στρατηγός χειμώνας» στην Ρωσία, έτσι τους καθήλωσε η καυτή άμμος της
Αφρικής.
Ο
Χίτλερ ομολόγησε: «Μόνο η Ελλάδα μου αντιστάθηκε»! Από τα επίσημα κράτη. (Του
Τίτο ήταν αντάρτικο).
Και
επειδή η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, την Γιουγκοσλαβία την
διέλυσαν στο τέλος του περασμένου αιώνα, όπου βοηθήσαμε και εμείς ως ΝΑΤΟ. Η
διάλυση της Ελλάδας, προαποφασισμένη, είναι ακόμα εν εξελίξει. Και το ΝΑΤΟ να
δηλώνει ότι δεν μπορεί να αναμειχθεί.
Για
εκείνο το ΝΑΤΟ κάθε χρόνο την ημέρα την αφιερωμένη σ’ αυτό στα σχολεία οι
ταλαίπωροι εκπαιδευτικοί βασανιζόμασταν να βρούμε τρόπο να παρουσιάσουμε στα
παιδιά πόσο σωτήριο ήταν. Σχεδόν θεϊκό. Καθώς και την ημέρα την αφιερωμένη στον
Ο.Η.Ε.
Οργανισμοί ανωφελείς που αποκλίνουν από τον σκοπό για τον οποίο τάχα
ιδρύθηκαν. Σαν την Κ.Τ.Ε την Κοινωνία των Εθνών μετά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο που
διαλύθηκε.
Καημένη ανθρωπότητα που περιμένεις Ειρήνη, ενώ τα όπλα ως αναλώσιμα
προϊόντα πρέπει να πουληθούν…
Στο μνημειώδες ντοκιμαντέρ
«Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» με κάθε λεπτομέρεια παρουσιάστηκε ο Παγκόσμιος Πόλεμος
σε πολλά επεισόδια (συνέχειες). Μετά το επεισόδιο της Γιουγκοσλαβίας περίμενα
το επόμενο που ήταν η σειρά μας. «Τώρα θα ειπή για την Ελλάδα. Δεν ανεφέρθη
τίποτε. Μας … πήδησαν!
Αλλά η Ελλάδα δεν είχε ανάγκη από
άλλους επαίνους. Μας είχε αποδώσει τα εύσημα ο Τσώρτσιλ: «Εις το εξής δεν θα
λέμε «οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!».
Αυτήν την βαρύγδουπη φράση εμείς την κάναμε παντιέρα και την ανεμίζαμε
υπερηφάνως στους πανηγυρικούς της 28ης Οκτωβρίου κάθε χρόνο, σαν
μέγιστη αναγνώριση της προσφοράς μας στον κοινόν αγώνα των λαών στην υπόθεση
της Ελευθερίας.
Οι
κακόμοιροι (αφελείς) δεν καταλαβαίνουμε πότε μας κοροϊδεύουν και μας
χρησιμοποιούν. Γιατί ο Τσώρτσιλ μας έστειλε τον Σκόμπι και μας φύτεψε έναν
εμφύλιο που κράτησε επί γενεές; Γιατί κρέμαγε και έκαιγε τους αγωνιστές στην
Κύπρο;
Έχετε
προσέξει ότι οι άλλοι λαοί γιορτάζουν το τέλος του πολέμου, ενώ εμείς την
έναρξή του; Είναι γιατί οι άλλοι μετρούν τα οφέλη που προκύπτουν γι’ αυτούς με
το τέλος του, ενώ εμάς μας μένει η δόξα της έναρξης, η δόξα του ΟΧΙ.
Ότι κερδίζουμε με αίμα, το χάνουμε στο τραπέζι
των διαπραγματεύσεων. Σ’ αυτό έχουμε χάσει επανειλημμένα την Βόρειο Ήπειρο, μας
δημιούργησαν εκ του μηδενός το Σκοπιανό και τόσα άλλα. Δεν φταίνε οι ξένοι.
Εμείς φταίμε που δεν λέμε «όχι» πουθενά.
Μετά το ΟΧΙ του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, του
Θεμιστοκλή, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου[2], του Κολοκοτρώνη, του Αθανασίου Διάκου, του
Παύλου Μελά και τόσων άλλων Ελλήνων ηρωϊκών εποχών, το «ΟΧΙ» του ’40 ήταν το
τελευταίο ΟΧΙ που ακούστηκε από την Ελλάδα. Και το είπε ο άνθρωπος που θα
μπορούσε να ειπή «Ναι» όπως οι άλλοι, αλλά σεβάστηκε την θέληση των Ελλήνων.
Έκτοτε λέμε μόνον ΝΑΙ, «ΝΑΙ σε όλα» και υπογράφουμε μνημόνια, που, καθ’
ομολογίαν δεν έχουμε διαβάσει.
Έπαψαν οι Έλληνες να είναι φιλοπάτριδες;
Αξιοπρεπείς; Όχι, και λένε το ΟΧΙ όταν τους ζητηθεί. Αυτό το «ΟΧΙ» όμως
μεταστρέφεται σε «ΝΑΙ» από τους κρατούντες (χωρίς αιδώ) που μας έχουν ρωτήσει
μόνον για τον τύπο. Και ομολογούν ότι έχουν ψευδαισθήσεις. Και ό,τι δεν ήταν
έτοιμοι να κυβερνήσουν. Ούτε ως ερασιτέχνες; Ο ερασιτέχνης αγαπάει αυτό με το
οποίο καταπιάνεται.
Πόσο θυμώνω, όταν ακούω στην τηλεόραση από πολιτικούς που
κυβέρνησαν, την απαράδεκτη φράση –
δικαιολογία «Κάναμε λάθος». Εγώ γι’ αυτό σε διάλεξα και σε έβαλα εκεί. Για να
μην κάνεις λάθη. «Διοικείν εστί προβλέπειν». Αλλιώς πήγαινα εγώ σ’ αυτή τη
θέση. Καλλίτερα θα τα κατάφερνα. Θα είχα βάλει και μια υπογραφή για να πάρει
τις γερμανικές αποζημιώσεις το Δίστομο για την σφαγή των νηπίων, θα έλεγα και
κανένα «ΌΧΙ» πότε – πότε, έτσι για την τιμή των όπλων. Και ακόμα δεν θα πήγαινα
να συναντήσω τους εχθρούς μας σκασμένη στα γέλια. Εικόνα που δημιουργεί
τουλάχιστον απορία. Τι γελάει αυτή/ αυτός τώρα;
Και
τα δίνουμε όλα. Και όσα δεν μας ζητάνε. Πάντα πρόθυμοι. Και χωρίς ανταλλάγματα,
χωρίς διαβεβαιώσεις. Όλα για τους συμμάχους μας.
Έλεγε ο
Σολωμός «Λαέ μου αγαπημένε, πάντοτε ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε».
Όταν ο όχι ιδιαιτέρως συμπαθής Σαρτζετάκης
είχε ειπεί: «Είμαστε έθνος ανάδελφον»[3] αντί
να καταλάβουμε τι εννοούσε, σαν να έπεσε σύνθημα, τον χλεύαζαν, τον λοιδορούσαν
οι πάντες. Χάλαγε την ευφορία μας.
Οι
σύμμαχοί μας. Να μην θυμηθούμε τι μας έχουν κάνει από τις διομολογήσεις[4] με
τους Τούρκους μέχρι τον «συνωστισμό» της Σμύρνης, και εντεύθεν. Που για να μας
ειπούν μια καλή κουβέντα πρέπει να αγοράσουμε τα αεροπλάνα τους. Χαρά εμείς! Έχουμε την Αμερική στο πλάι μας!
Στον
τελευταίο πόλεμο δύο χώρες παρέμειναν ουδέτερες: η Ελβετία, ως τραπεζίτης του
κόσμου και η Τουρκία, ως διαθέτουσα πολιτικούς και διπλωμάτες. Ελίσσεται και
παίρνει πάντα ανταλλάγματα.
Στην απόβαση της Νορμανδίας, έπεφταν
σωρηδόν κορμιά κι από τις δυό πλευρές. Τώρα συντελείται η μοναδική από
καταβολής κόσμου αναίμακτη απόβαση. Η Ελλάδα από χώρα διελεύσεως γίνεται χώρα
προορισμού. Μπορούμε να απορροφήσουμε όλη την αχανή Ασία και την μυστηριώδη
Αφρική; Είμαστε τόσο φιλόξενοι πια; Οι
καιροί είναι σκοτεινοί, γιατί κάποιοι εσιώπησαν. Οι καταλληλότεροι να μιλήσουν
είναι οι άνθρωποι του πνεύματος. Δεν υπάρχουν; Το σώμα των Ακαδημαϊκών; Αλλά οι
Αθάνατοι σιωπούν. Ανύπαρκτοι σε κάθε δύσκολη στιγμή του Έθνους.
«Θα
στηριχθούμε στους προγόνους» είχε πει ο Καποδίστριας. Περιέργως έχουν υπάρξει ύποπτες φωνές, δηλητηριώδεις
κονδυλοφόροι που έχουν επιχειρήσει να μειώσουν μέχρι και τον αγώνα του ’21.
Περίεργα παιχνίδια από το Υπουργείο Παιδείας. Που στοχεύουν; Την ψυχή της
νεολαίας.
Για να αγαπήσεις την πατρίδα σου η
μόρφωση είναι το κλειδί. Απομακρυνθήκαμε από την Ελληνική Παιδεία. Αυτοί που
υποφέρουν από την κατάσταση και μιλούν είναι μεμονωμένοι. Από την εποχή του
Χατζηδάκη κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά δεν τους ακούει κανείς. Ο λαός
«περί άλλα τυρβάζει». Έτσι πεθαίνουν με δάκρυα για την Ελλάδα, όπως ο πολυγραφότατος
ιστορικός Καργάκος, και ο μέγας μουσικοσυνθέτης Θεοδωράκης …
Ο (Ιωάννης) Μακρυγιάννης έλεγε: « Όταν η
πατρίδα είναι καλά, είμαι κι εγώ καλά». Και η πατρίδα δεν είναι καλά.
Τι έχουμε πάθει ως λαός; Τις τελευταίες
δεκαετίες επιδοθήκαμε στο κυνήγι ματαιόδοξων αποκτημάτων και τώρα ξυπνάμε
δυσάρεστα από ένα απατηλό όνειρο.
Ο Γκαίτε είχε
ειπεί: «Η τύχη μιας χώρας εξαρτάται από τα όνειρα που κάνει η νεολαία της».
Πρέπει να ξαναγίνουμε Έλληνες. Με σεβασμό σε ό,τι αποτελεί Σύμβολο. Όπως η
Σημαία, που όταν την ξαναείδαμε να κυματίζει ελεύθερα κατά την παρέλαση της 28ης
Οκτωβρίου 1944, δεν έμεινε κανείς αδάκρυτος. Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας. Θα
απαιτηθεί χρόνος και σοβαρή προσπάθεια. Και θέληση και φιλότιμο. Και όταν
συμβεί αυτό μπορεί να ισχύσει εκείνο που είχε ειπεί ο Κολοκοτρώνης: «Ο Θεός
έχει βάλει την υπογραφή του για την Ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει
πίσω».
Και δεν θα έχουν
χαθεί αδίκως όσοι σκοτώθηκαν στην εποποιία του ’40 –’41 λέγοντας «ΟΧΙ».
ΓΕΝΟΙΤΟ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου